- ξεβρομίζω
- ξεβρομίζω, ξεβρόμισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεβρομίζω — 1. αφαιρώ τη βρόμα από κάποιον ή από κάτι, καθιστώ κάποιον ή κάτι καθαρό 2. γίνομαι καθαρός («λούστηκα και ξεβρόμισα») 3. μτφ. α) επανορθώνω κακή πράξη β) προβαίνω σε κάθαρση, εκκαθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βρομίζω] … Dictionary of Greek
ξεβρομίζω — ξεβρόμισα, ξεβρομίστηκα, ξεβρομισμένος 1. αφαιρώ τη βρόμα, την ακαθαρσία από κάπου. 2. μτφ., επανορθώνω κακή ή αισχρή πράξη: Τράβα τώρα να τα ξεβρομίσεις, όπως τα βρόμισες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεβρόμισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού ξεβρομίζω, η απαλλαγή προσώπου ή αντικειμένου από τη βρόμα 2. μτφ. διόρθωση μιας κακής κατάστασης, κάθαρση … Dictionary of Greek
ξεβρόμισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβρομίζω, ξελέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)